- ευπαρατύπωτος
- εὐπαρατύπωτος, -ον (Α)1. (για νομίσματα) αυτός που παραχαράσσεται εύκολα2. αυτός που δέχεται εύκολα ψεύτικες εντυπώσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα-τυπόω, -ώ «τυπώνω κακώς»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐπαρατύπωτα — εὐπαρατύπωτος easily misled by false impressions neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)